συνεκτέον

Revision as of 11:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

(συνέχω) one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτέον: adj. verb. к συνέχω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.

Greek Monotonic

συνεκτέον: ρημ. επίθ. του συνέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατεί, να τηρεί σε συνοχή, σε Ξεν.