Φλιάσιος
French (Bailly abrégé)
α, ον :
v. Φλειάσιος.
Russian (Dvoretsky)
Φλῑάσιος:
I v. l. Φλειάσιος 3 флиунтский Xen., Plat.
II v. l. Φλειάσιος ὁ житель или уроженец Флиунта Her., Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
Φλιάσιος: -α, -ον, ὁ κάτοικος τοῦ Φλιοῦντος, Ἡρόδ. 9. 28, (Φλειάσιοι, Meist.). 2) ὄνομα μηνός, «Λακεδαιμόνιοι δὲ τῶν μηνῶν ἕνα Φλιάσιον καλοῦσιν, ἐν ᾧ τοὺς τῆς γῆς καρποὺς ἀκμάζειν συμβέβηκεν» Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Φλιοῦς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. Φλοιάσιος.