γρίπων

Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, (γρῖπος) fisherman, γρίπωνος γριπεὺς… ἔχωσε τάφον AP7.504.12 (Leon). (Prob. a pr. n.)

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
c. γριπεύς.

Russian (Dvoretsky)

γρίπων: ωνος (ῑ) ὁ Anth. = γριπεύς.

Greek (Liddell-Scott)

γρίπων: ὁ, (γρῖπος) ἁλιεύς, γρίπωνος· γριπεὺς ἔχωσε τάφον Ἀνθ. Π. 7. 504· πρβλ. γριπεύς.

Greek Monolingual

γρίπων, ο (Α) γρίπος
ο γριπεύς.

Greek Monotonic

γρίπων: ὁ (γρῖπος), ψαράς, σε Ανθ.

Middle Liddell

γρῖπος
a fisherman, Anth.