διομαλύνω

Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

distribute evenly, Plu.2.130d.

Spanish (DGE)

hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.

French (Bailly abrégé)

égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.

Russian (Dvoretsky)

διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.

Greek Monolingual

διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.