δρακοντόμαλλος

Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντόμαλλος) -ον de cabellos de serpiente Γοργόνες A.Pr.799.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.

Russian (Dvoretsky)

δρακοντόμαλλος: змеекудрый (Γοργόνες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.

Greek Monolingual

δρακοντόμαλλος, -ον (Α)
ο δρακοντόκομος.

Greek Monotonic

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δρᾰκοντό-μαλλος, ον adj
with snaky locks, Aesch.

English (Woodhouse)

with snaky hair