μαλλός
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ὁ,
A flock of wool, Hes.Op.234, Schwyzer725.5 (Milet., vi B. C.), A.Eu.45, S.OC475; μ. ἐρίου, εἰρίων, Aen.Tact.18.19, Herod. 8.13.
2 tress, Hsch.; of men's hair, πλοκάμων μαλλοί E.Ba.113 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
touffe de laine ; laine des brebis.
Étymologie: cf. μῆλον¹.
German (Pape)
ὁ, Zotte, Flocke von Wolle, bes. beim Schafe, Hes. O. 236; ἀργής, Aesch. Eum. 45; οἰὸς νεοπόκῳ μαλλῷ, Soph. O.C. 476, das Vließ; auch von andern Tieren, sp.D. – Beim Menschen, Haarlocke, λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῖς, Eur. Bacch. 113. Bei Hesych. und Phot. Erkl. von κρωβύλος, Zopf.
Es scheint mit μῆλον, Schaf, zusammenzuhangen, vgl. auch μαλός, od. mit μαλακός, mollis.
Russian (Dvoretsky)
μαλλός: ὁ
1 клок шерсти, шерсть, руно Hes., Aesch., Soph.;
2 прядь волос (πλοκάμων μαλλοί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μαλλός: ὁ, τὸ μαλλίον τοῦ προβάτου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232, Αἰσχύλ. Εὐμ. 45, Σοφ. Ο. Κ. 475, Ἡρώνδ. VIII, 13, κλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, μαλλοὶ πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 113. Τύπος τις μαλλὸς ἀπαντᾷ ἐν τῷ ὑποκορ. μάλιον, ὅπερ ἴδε. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ Λατ. villus, vellus, πρβλ. Μμ ΙΙ. 5, α).
Greek Monolingual
μαλλός, ὁ (ΑM)
τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ' ὄιες μαλλοῖς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.)
μσν.
μτφ. βρύα
αρχ.
1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῖς», Ευρ.)
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοί
λαός της Ινδίας ο οποίος κατοικούσε στις όχθες του Υδραώτη και τον οποίο νίκησε ο Μέγας Αλέξανδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα m
Greek Monotonic
μαλλός: ὁ, τούφα μαλλιού, τρίχωμα ζώου, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τούφα μαλλιών, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: flock of wool (Hes. Op. 234, Miletos VIa, A., S., Herod.);
Compounds: compp., e.g. πηγεσί-μαλλος with tight woolflocks (Γ 197).
Derivatives: μαλλωτός provided with wool-flocks, lined w. (Pl. Com., Str.) with μαλλωτάριον sheepskin (pap. V--VIp); μάλλωσις lining with wool (sch.; on the nomin. abl. Chantraine Form. 279, Holt Les noms d'action en -σις 152). Further μάλλυκες τρίχες H. (after ἄμπυκες, κάλυκες v. t.); with simplification of the double λ: μάλιον long hair, pigtail (AP 11, 157, Herm. Trism.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. By Fick KZ 20, 176 connected with Lith. mìlas coarse, selfwoven woolen cloth; doubting or rejecting Bq, WP. 2, 294, Pok. 721; s. also W.-Hofmann s. floccus and mollestrās, with untenable hypotheses. The word can hardly be IE (*mh₂l-?).
Middle Liddell
μαλλός, οῦ, ὁ,
a lock of wool, wool, Hes., Aesch., etc.: — a lock of hair, Eur.
Frisk Etymology German
μαλλός: {mallós}
Grammar: m.
Meaning: Zotte, Flocke von Wolle (Hes. Op. 234, Miletos VIa, A., S., Herod. u.a.);
Composita: Kompp., z.B. πηγεσίμαλλος mit dichten Wollflocken (Γ 197).
Derivative: Davon μαλλωτός ‘mit Woll- flocken versehen, gefüttert’ (Pl. Kom., Str. u. a.) mit μαλλωτάριον Schaffell (Pap. V—VIp); μάλλωσις das Füttern mit Wolle (Sch.; zur nomin. Abl. Chantraine Form. 279, Holt Les noms d'action en -σις 152). Dazu μάλλυκες· τρίχες H. (nach ἄμπυκες, κάλυκες o. ä.); mit Vereinfachung des λ: μάλιον Löckchen (AP 11, 157, Herm. Trism.).
Etymology: Unerklärt. Von Fick KZ 20, 176 zu lit. mìlas grober, selbstgewebter Wollstoff gezogen; zweifelnd oder ablehnend Bq, WP. 2, 294, Pok. 721; s. auch W.-Hofmann s. floccus und mollestrās, wo weitere überholte Hypothesen.
Page 2,168
English (Woodhouse)
wool, flock of wool, of cloth, of wool