δονακεύομαι

Revision as of 13:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

fowl with reed and birdlime, AP9.264 (Apollonid. or Phil.).

German (Pape)

[Seite 656] ion. u. ep. δουν., mit Rohr, d. i. Leimruthen fangen, Apollonds. 25 (IX, 264).

Russian (Dvoretsky)

δονᾰκεύομαι: ион. δουνᾰκεύομαι ловить (клейким) тростником (sc. τέττιγα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δονακεύομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264.

Greek Monolingual

δονακεύομαι (Α)
πιάνω πουλιά με ξόβεργα.

Greek Monotonic

δονακεύομαι: αποθ., συλλαμβάνω πουλιά με καλάμια, πιάνω πουλιά με ξώβεργες, σε Ανθ.

Middle Liddell

δονακεύομαι,
Dep. to fowl with reed and birdlime, Anth. [from δονᾰκεύς]