δυσπαράθελκτος

Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, hard to assuage, A.Supp.386 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
insensible (κότος) δ. παθόντος οἴκτοις A.Supp.386.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu besänftigen, οἶκτοι Aesch. Suppl. 381.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à émouvoir par des caresses.
Étymologie: δυσ-, παραθέλγω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαράθελκτος: с трудом унимающийся, безутешный (παθόντος οἶτοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράθελκτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταπραΰνῃ, δυσπαραμύθητος, οἶκτος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386.

Greek Monolingual

δυσπαράθελκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.