δυσπαραμύθητος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[μῡ], ον
A hard to appease, Pl.Ti.69d, Plu.Mar.45.
II admitting no consolation, συμφορά, πάθος, J.AJ2.9.2, Poll.3.101.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de apaciguar θυμός Pl.Ti.69d, ἔρως Plu.Mar.45
•difícil de mitigar ὀδύνη Gal.14.748.
2 que no admite consuelo, inconsolable συμφορά I.AI 2.208, πένθος IAE 36.13 (I d.C.), πάθος Poll.3.101.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu trösten, Plat. Tim. 69 d; schwer zu beruhigen, zu stillen, ἔρως Plut. Mar. 45; πάθος Poll. 3, 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à calmer (par des exhortations).
Étymologie: δυσ-, παραμυθέομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαραμύθητος: (μῡ) с трудом поддающийся уговорам, не слушающий убеждения (θυμός Plat.; ἔρως τινός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαραμύθητος: -ον, δυσκολοπαρηγόρητος, Πλάτ. Τιμ. 69D, Πλούτ. Μαρ. 45.
Greek Monolingual
-η -ο (AM δυσπαραμύθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον πάθος»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα καθησυχάζει.
Greek Monotonic
δυσπαραμύθητος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-παραμύθητος, ον
hard to appease, Plut.