εὐανακόμιστος
English (LSJ)
ον, easy to bring back, Plu.2.458e; easily restored, of health, Gal.6.297.
German (Pape)
[Seite 1056] leicht zurückzubringen, θυμός Plut. coh. ira 10; herzustellen, von Kranken, Medic.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à rappeler ou à ramener.
Étymologie: εὖ, ἀνακομίζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰνᾰκόμιστος: досл. легко возвращаемый, перен. отходчивый, уступчивый (θυμός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐανακόμιστος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀνακομιζόμενος, ἐπαναφερόμενος, Πλούτ. 2. 458Ε, Γαλην. τ. 6. σ. 297, 4.
Greek Monolingual
εὐανακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.)
2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-κομίζω.