εὐκαμψία

Revision as of 13:19, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, flexibility, of the voice, Arist.GA786b10.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Ggstz ἀκαμψία, Arist. gen. anim. 5, 7.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαμψία:гибкость (τῆς φωνῆς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαμψία: ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκαμψία) εύκαμπτος
η ιδιότητα του εύκαμπτου, η ευλυγυσία
νεοελλ.
η ενδοτικότητα, η αστάθειαευκαμψία χαρακτήρα»)
αρχ.
(για φωνή) πλαστικότητα.