εὔκριθος

Revision as of 13:21, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, (κριθή) rich in barley, ἀλωά Theoc.7.34; ἄρουρα AP6.258.6 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 1076] gerstenreich, ^ ἀλωά, Theocr. 7, 34; ἄρουρα, Add. 1 (VI, 258).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en orge.
Étymologie: εὖ, κριθή.

Russian (Dvoretsky)

εὔκρῑθος: изобилующий ячменем (ἀλωά Theocr.; ἄρουρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκρῑθος: -ον, (κριθὴ) πλούσιος εἰς κριθήν, Θεόκρ. 7. 34, Ἀνθ. Π. 6. 258.

Greek Monolingual

εὔκριθος, -ον (Α)
αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάριεὔκριθος ἀλωά» — αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κριθος < κριθή (πρβλ. πολύκριθος, σιτόκριθος)].

Greek Monotonic

εὔκρῑθος: -ον (κριθή), πλούσιος σε κριθάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-κρῑθος, ον κριθή
rich in barley, Theocr., Anth.