εὔτηκτος

Revision as of 13:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, easily melted or dissolved, Arist.Pr.865b1 (Comp.), de An.422a19, LXX Wi.19.21, Man.6.524: hence εὐτηξία, ἡ, fusibility, Arist.Mir.834a7.

German (Pape)

[Seite 1102] leicht zu schmelzen, Arist. de anim. 3, 10 probl. 1, 50 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὔτηκτος: легко расплавляющийся, быстро растворяющийся (τὸ ἁλμυρόν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτηκτος: -ον, εὐκόλως τηκόμενος ἢ διαλυόμενος, Ἀριστ. Πρβλ. 1. 50, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔτηκτος, -ον)
1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν)
η ευτηξία, η εύκολη τήξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)].