τήξη
Greek Monolingual
η / τῆξις, τήξεως, ΝΜΑ τήκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τήκω, λειώσιμο
νεοελλ.
1. (φυσ.-χημ.-μεταλργ.) φαινόμενο που συνίσταται στη μετάβαση ενός σώματος από τη στερεά στην υγρά κατάσταση
2. φρ. α) «σημείο τήξης» — η θερμοκρασία στην οποία συνυπάρχουν σε ισορροπία η στερεά και η υγρά κατάσταση μιας καθαρής ουσίας
β) «λανθάνουσα θερμότητα τήξης» — η ποσότητα της θερμότητας που πρέπει να παρασχεθεί στη μονάδα της μάζας ενός σώματος, προκειμένου αυτό να τακεί υπό σταθερή θερμοκρασία και πίεση
γ) «ζώνη τήξης»
χημ. η περιοχή θερμοκρασιών στην οποία εκδηλώνεται στα πολυμερή μια μετάπτωση από τη στερεά στην υγρά κατάσταση όταν αυξάνεται προοδευτικά η θερμοκρασία τους
δ) «τήξη σπορίων [ή φυταρίων]»
(φυτοπαθ.) φυτονόσος που προκαλεί την, σχεδόν πάντα ολοκληρωτική, καταστροφή νεαρών φυταρίων και οφείλεται σε διάφορα είδη μυκήτων
ε) «προφυτρωτική τήξη»
(φυτοπαθ.). τήξη σπορίων κατά την οποία σαπίζουν οι σπόροι που μόλις έχουν εκβλαστήσει και το αρτίβλαστο καταστρέφεται προτού φθάσει στην επιφάνεια του εδάφους, τήξη που γίνεται αντιληπτή από τα αφύτρωτα διαστήματα στις γραμμές σποράς
στ) «μεταφυτρωτική τήξη»
(φυτοπ.) τήξη σπορίων κατά την οποία τα αρτίβλαστα αμέσως μετά το φύτρωμα μαραίνονται, σωριάζονται, πεθαίνουν και στη συνέχεια σαπίζουν
αρχ.
1. ελάττωση, μείωση
2. (για τροφές) διάλυση, χώνεμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «τῆξις
φθίσις, νόσος παρὰ τὸ τήκεσθαι».