κακόμορφος

Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, misshapen, Sor. 1.39, 47, AP5.88 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1301] mißgestaltet, häßlich, ἡ, Marc. Arg. 7 (V, 89).

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμορφος: безобразный, некрасивый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμορφος: -ον, ἀσχημόμορφος, Ἀνθ. Π. 5. 89· κακόμορφε Επιγρ. Kaib. 1140, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόμορφος, -ον)
αυτός που έχει κακή μορφή, άσχημος, κακοφτειαγμένος, κακοκαμωμένος.
επίρρ...
κακομόρφως (Α)
με κακόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγριό-μορφος, ποικιλόμορφος.