καπρίδιον

Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τό, Dim. of κάπρος, Ar.Fr.506.2.

German (Pape)

[Seite 1324] τό, dim. von κάπρος, Ar. bei Ath. III, 96 c.

Russian (Dvoretsky)

καπρίδιον: (ῐδ) τό молодой кабан Arph.

Greek (Liddell-Scott)

καπρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάπρος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421.

Greek Monolingual

καπρίδιον, τὸ (Α)
μικρός κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + υποκορ. κατάλ. -ίδιο (πρβλ. εγχειρίδιο, χοιρίδιο)].