Ion. for καθυβρίζω.
κατυβρίζω: ион. = καθυβρίζω.
κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.
κατυβρίζω (Α)ιων. τ. βλ. καθυβρίζω.
κατυβρίζω: κατ-ύπερθε, κατ-υπέρτερος, κατ-υπνόω, Ιων. αντί καθ-.