υπέρτερος
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρτερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος ΜΑ
μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος
αρχ.
1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ' ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.)
2. καλύτερος ή βεβαιότερος («λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ' ἔχεις ὑπέρτερον», Αισχύλ.)
3. (με χρον. σημ.) αυτός που έχει μεγαλύτερη διάρκεια
4. αυτός που θριαμβεύει πάνω σε κάποιον, ο νικητής
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρτερον
καλύτερα («τάχ' εἰσόμεσθα μάντεων ὑπέρτερον», Σοφ.)
6. φρ. «οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον» — δεν ξέρω τίποτε περισσότερο (Σοφ.).
επίρρ...
ὑπερτέρως και ὑπερτέρω Α
σε ανώτερη θέση συγκριτικά με άλλον, σε ανώτερο αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρ + κατάλ. -τερος του συγκριτ. βαθμού].