καταβείομεν

Revision as of 13:41, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

καταβείομεν: эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к καταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

καταβείομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ καταβαίνω.

Greek Monotonic

καταβείομεν: Επικ. αντί καταβῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του καταβαίνω· καταβήμεναι, αντί καταβῆναι, απαρ. αορ. βʹ· καταβήσεο, αντί κατάβησαι, Μέσ. προστ. αορ. αʹ.