κρύφω
English (LSJ)
late form of κρύπτω, only impf., Q.S.1.393, AP7.700 (Diod.), Nonn.D.7.45, al.
Russian (Dvoretsky)
κρύφω: (ῠ) (только praes. и impf.) Anth. = κρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κρύφω: ῠ, μεταγν. τύπος τοῦ κρύπτω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 1. 393, Ἀνθ. Π. 7. 700, Νόνν.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 318.
Greek Monolingual
κρύφω (Α)
βλ. κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κρύπτω < θ. κρυφ- (πρβλ. παρακμ. κέ-κρυφ-α)].
Greek Monotonic
Middle Liddell
κρῠ́φω, late form of κρύπτω, Anth.]