κρημνίζω

Revision as of 13:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

hurl down headlong, κατὰ τοῦ τείχους LXX 2 Ma.6.10: metaph., ἐπὶ ἀτάκτους ἡδονὰς ἑαυτοὺς κ. Plu.2.5b:—Pass., J.BJ2.3.3, Cat.Cod. Astr.8(4).156.

French (Bailly abrégé)

précipiter.
Étymologie: κρημνός.

Russian (Dvoretsky)

κρημνίζω: устремлять, бросать (ἑαυτοὺς εἰς или ἐπὶ τὰς ἡδονάς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κρημνίζω: ὡς καὶ νῦν, ῥίπτω κατὰ κεφαλῆς, κοιν. «γκρεμίζω», Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ϛ΄, 10)· μεταφ., κρ. ἑαυτὸν εἰς ἀτάκτους ἡδονὰς Πλούτ. 2. 5Α.

Greek Monolingual

κρημνίζω (AM)
βλ. γκρεμίζω.