γκρεμίζω

Greek Monolingual

και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) κρημνός
ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω
μσν.- νεοελλ.
1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση
2. πέφτω
νεοελλ.
Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία
2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω
3. ταπεινώνω
4. καταστρέφω
5. θανατώνω
II. γκρεμίζομαι
1. πέφτω από ψηλά
2. (για βράχο) κυλάω προς τα κάτω
3. (προστ.) γκρεμίσου
τσακίσου (για να διώξουμε βίαια κάποιον ή να του επιβάλλουμε να κάνει κάτι που δεν θέλει).