λιθόδερμος

Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, with stony hide, Arist.Rh. post 1377a7 (interpol.).

German (Pape)

[Seite 45] mit steinerner Haut oder Schale, übertr. vom Menschen, στεῤῥοὶ καὶ λιθόδ., Arist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la peau ou l'écaille est dure comme une pierre.
Étymologie: λίθος, δέρμα.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόδερμος: с твердой как камень кожей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόδερμος: -ον, ἔχων λιθῶδες, στερεὸν δέρμα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26 (ἔν τισιν Ἀντιγράφ.).

Greek Monolingual

λιθόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα.