λιθόδερμος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
λιθόδερμον, with stony hide, Arist.Rh. post 1377a7 (interpol.).
German (Pape)
[Seite 45] mit steinerner Haut oder Schale, übertr. vom Menschen, στεῤῥοὶ καὶ λιθόδ., Arist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la peau ou l'écaille est dure comme une pierre.
Étymologie: λίθος, δέρμα.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόδερμος: с твердой как камень кожей Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόδερμος: -ον, ἔχων λιθῶδες, στερεὸν δέρμα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26 (ἔν τισιν Ἀντιγράφ.).
Greek Monolingual
λιθόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα.