λευκόπους

Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, white-footed, bare-footed, Βάκχαι E.Cyc.72 (lyr.), cf. Ar.Lys.665, Anacreont.8.5.

German (Pape)

[Seite 34] -ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. ποδος
aux pieds blancs, càd nus.
Étymologie: λευκός, ποῦς.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπους: 2, gen. ποδος с белыми ступнями, т. е. босоногий Eur., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων λευκοὺς πόδας, γυμνόπους, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 72, πρβλ. Ἀνακρεόντ. 8. 5, Ἀριστοφ. Λυσ. 665 (καὶ αὐτόθι τοὺς Ἑρμηνευτάς).

Greek Monolingual

-ουν (Α λευκόπους, -ουν)
αυτός που έχει τα πόδια λευκά.

Greek Monotonic

λευκόπους: ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει λευκά πόδια ή που έχει γυμνά πόδια, σε Ευρ.

Middle Liddell

λευκό-πους,
white-footed, bare-footed, Eur.