μαθητιάω

Revision as of 14:16, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Desiderat., wish to become a disciple, wish to learn, Ar.Nu.183, Ps.- Luc.Philopatr.14, AP15.38 (Cometas).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avoir le désir d'apprendre;
2 être disciple.
Étymologie: μαθητής.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητιάω:
1) хотеть учиться: δεῖξόν μου τὸν Σωκράτη, μαθητιῶ γάρ Arph. покажи мне Сократа, я хочу стать его учеником;
2) (= μαθητεύω
1) состоять учеником, учиться Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητιάω: ἐφετικὸν τοῦ μανθάνω, ἐπιθυμῶ νὰ γείνω μαθητής, Ἀριστοφ. Νεφ. 183, κτλ. II. παρὰ μεταγεν.= μαθητεύω, Ἀνθ. Π. 15. 38.

Greek Monotonic

μᾰθητιάω: εφετικός τύπος του μανθάνω,
I.επιθυμώ να γίνω μαθητής κάποιου, σε Αριστοφ.
II. μαθητεύω, σε Ανθ.

Middle Liddell

μᾰθητιάω,
I. Desiderat. of μανθάνω, to wish to become a disciple, Ar.
II. = μαθητεύω, Anth.