μικραίτιος

Revision as of 14:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, complaining of trifles, easily provoked, Demetr.Lac.Herc.1055.24, Luc.Fug.19, Charito 6.6; amor μ. semper Plin.Ep.2.2.1.

German (Pape)

[Seite 183] um kleiner Dinge willen anklagend, Vorwürfe machend, Luc. Fugit. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se plaint pour peu de chose, pointilleux.
Étymologie: μικρός, αἰτία.

Russian (Dvoretsky)

μῑκραίτιος: жалующийся из-за пустяков, капризный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκραίτιος: -ον, ὁ παραπονούμενος περὶ μικρῶν καὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, Λουκ. Δραπέτ. 19.

Greek Monolingual

μικραίτιος, -ον (Α)
αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + αἴτιος.

Greek Monotonic

μῑκραίτιος: -ον, αυτός που παραπονιέται για ασήμαντα πράγματα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μῑκρ-αίτιος, ον
complaining of trifles, Luc.