μιμητός

Revision as of 14:36, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, to be imitated or copied, X. Mem.3.10.4, etc.

German (Pape)

[Seite 187] nachahmungswerth, Xen. Mem. 3, 10, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’il faut ou qu’on peut imiter.
Étymologie: μιμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

μῑμητός: доступный подражанию, поддающийся воспроизведению Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ ἢ παραστήσῃ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4, κτλ. ΙΙ. μεμιμημένος, μιμητὰ τυπώματα Πολυδ. Α΄, 7.

Greek Monolingual

(I)
ο
ζωολ. γένος αραχνιδίων αρθροπόδων της οικογένειας mimetidae.
(II)
-ή, -ό (Α μιμητός, -ή, -όν) μιμούμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μιμηθεί ή να παραστήσει
αρχ.
αυτός που γίνεται κατά μίμηση («μιμητὰ τυπώματα», Πολυδ.).

Greek Monotonic

μῑμητός: -ή, -όν (μιμέομαι), αυτός που μπορεί να γίνει αντικείμενο μίμησης ή αντιγραφής, σε Ξεν.

Middle Liddell

μῑμητός, ή, όν μιμέομαι
to be imitated or copied, Xen.