μυροβόστρυχος

Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, = μυροβοστρυχόεις (with perfumed locks), AP 5.146 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 221] mit gesalbten, duftenden Locken, Mel. 105 (V, 147), wo v.l. μυρόβοτρυς.

Russian (Dvoretsky)

μῠροβόστρῠχος: с умащенными кудрями Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροβόστρῠχος: -ον, ὁ ἔχων βοστρύχους μεμυρωμένους, Ἀνθ. Π. 5. 147.

Greek Monolingual

μυροβόστρυχος, -ον (Α)
μυροβοστρυχόεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βόστρυχος «πλεξούδα»].