νευροσπάστης

Revision as of 14:59, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, puppet-show man, IG11(2).133.80 (Delos, ii B.C.), Arist.Mu.398b16, Ath.1.19e.

Russian (Dvoretsky)

νευροσπάστης: ου ὁ приводящий в движение куклы (в кукольном театре) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νευροσπάστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ χορδῶν κινῶν πλαγγόνας, «κούκλας», Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 15.

Greek Monolingual

νευροσπάστης, ὁ (Α)
αυτός που κινεί τα νευρόσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστής (< σπῶ), πρβλ. εκ-σπάστης].