οἰκετεία

Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, A household of slaves, Str.14.5.2, Luc.Merc.Cond.15, IPE12.32B15 (Olbia), PTeb.285.6 (iii A. D.):—later written οἰκετία, Epict.Ench.33.7. 2 servitude, Aristeas 14, al., J.AJ8.6.3. 3 slave population, Str.5.1.12, IGRom.4.1692.54 (Elaea).

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domesticité, domestiques, les gens.
Étymologie: οἰκέτης.

Russian (Dvoretsky)

οἰκετεία:домашняя прислуга, домочадцы Luc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκετεία: ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15· - οἰκετία εἶναι ἐσφαλμένος, ἢ τοὐλάχιστον μεταγεν. τύπος, ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = δουλεία, Ἀριστέας 3.

Greek Monolingual

οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) οικέτης
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῖοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῖς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).

Greek Monotonic

οἰκετεία: ἡ, οικογένεια, το σύνολο των μελών της, Λατ. familia, σε Στράβ., Λουκ.

Middle Liddell

οἰκετεία, ἡ,
the household, Lat. familia, Strab., Luc.

Chinese

原文音譯:qerape⋯a 帖拉胚阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:溫暖 從 相當於: (עֶבֶד‎)
字義溯源:侍者,事奉,家務,家裏的人,家人,保健,醫治;源自(θεραπεύω)=服侍);而 (θεραπεύω)出自(θεράπων)=僕人), (θεράπων)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θεραπεύω)同源字
出現次數:總共(4);太(1);路(2);啓(1)
譯字彙編
1) 保健(1) 啓22:2;
2) 家人(1) 路12:42;
3) 醫治(1) 路9:11;
4) 家裏的人(1) 太24:45