οἰκειωτικός

Revision as of 15:01, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, A appropriative, τέχνη οἰ. Pl.Sph.223b; τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.Herc.346p.79V. 2 adapting, οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e.

German (Pape)

[Seite 299] sich aneignend, τέχνη, Plat. Soph. 223 b; passend, πρός τι, im Ggstz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s'accorde ; πρός τι, avec qch.
Étymologie: οἰκειόω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκειωτικός:
1) усваивающий (τέχνη Plat.);
2) приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ καλόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκειωτικός: -ή, -όν, (οἰκειόω 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, τέχνη οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) ἁρμοστικός, οἰκ. δύναμις πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε.

Greek Monolingual

οἰκειωτικός, -ή, -όν (Α) οικειώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.)
2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειωτικόν
εξοικείωση.