οικείωση
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
η (Α οἰκείωσις) οικειώ
1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῦν
το», Θουκ.)
2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία
2. έλξη, κλίση, συμπάθεια προς κάτι («ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰκείωσις» — η αγάπη για τη ζωή, Πλάτ.)
3. ενδιάθετη τάση, ροπή («οἰκείωσις εἰς ἡδονήν», Γαλ.)
4. προσαρμογή
5. συμφιλίωση, συμβιβασμός
6. στον πληθ. αἱ οἰκειώσεις
κέρδη, ωφελήματα.