νυκτιλαθραιοφάγος
English (LSJ)
[φᾰ], ον, eating secretly by night, Epigr. ap. Hegesand. I.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange la nuit en cachette.
Étymologie: νύξ, λαθραῖος, φαγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
νυκτῐλαθραιοφάγος: (φᾰ) тайком питающийся ночью (ирон. эпитет некоторых философов) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλαθραιοφάγος: -ον, ἐσθίων κρυφίως τὴν νύκτα, Ἀνθ. Π. παράρτημ. 288.
Greek Monolingual
νυκτιλαθραιοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει κρυφά κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λαθραῖος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω)].
Greek Monotonic
νυκτῐλαθραιοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει κρυφά τη νύχτα, σε Ανθ.
Middle Liddell
νυκτῐ-λαθραιο-φάγος, ον, [fa˘gei˘n]
eating secretly by night, Anth.