πεδαίρω

Revision as of 15:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Aeol. or Dor. for μεταίρω (q.v.).

Russian (Dvoretsky)

πεδαίρω: эол. = μεταίρω.

Greek (Liddell-Scott)

πεδαίρω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίρω, Εὐρ. Φοίν. 1027, κτλ.

Greek Monolingual

Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίρω.

Greek Monotonic

πεδαίρω: Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αίρω.