πελίωμα
English (LSJ)
ατος, τό, = πελίδνωμα, Hp. Coac. 394, Acut.(Sp.)2, Arist. Pr.891a1, Thphr. HP9.20.3, Crito ap. Gal.12.448, BGU928.13, al. (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 551] τό, = πελίδνωμα, Hippocr. u. Arist. probl. 9, 14; nach Greg. Cor. ὴ μέλαινα τοῦ σώματος ἐπιφάνεια, ὴνίκα ἂν δι' ὑποδρομ ὴν αἵματος μελαίνηται; nach B. A. 293 τὰ ἴχνη τῶν πληγῶν.
Russian (Dvoretsky)
πελίωμα: ατος τό синее пятно, синий кровоподтек (οἴδημα καὶ πελιώματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πελίωμα: τό, = πελίδνωμα, Ἱππ. 181. ἐν τέλ., 396. 31, Ἀριστ. Προβλ. 9. 14.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελίωμα -ατος, τό [πελιόομαι] bleekheid.