maim
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Cripple: Ar. and P. πηροῦν. Injure: P. and V. βλάπτειν, κακοῦν, διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι, λωβᾶσθαι (Plat.), αἰκίζεσθαι.
v. trans.
Cripple: Ar. and P. πηροῦν. Injure: P. and V. βλάπτειν, κακοῦν, διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι, λωβᾶσθαι (Plat.), αἰκίζεσθαι.