ποσοποιός

Revision as of 15:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

όν, making a certain quantity, prob.l. in Arist.Metaph. 1083a13.

German (Pape)

[Seite 687] eine gewisse Menge hervorbringend, Arist. Metaphys. 12, 8, richtigere v.l. für ποσὸν ποιόν, nach Bonitz observatt. critt. p. 112, denn Arist. fügt als Erkl. hinzu τοῦ γὰρ πολλὰ εἶναι τὰ ὄντα αἰτία αὐτῆς ἡ φύσις.

Russian (Dvoretsky)

ποσοποιός: филос. (впервые) создающий количество (δυάς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ποσοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ποσόν τι, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 3.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που δημιουργεί μια ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσόν + -ποιός].