περισχισμός

Revision as of 15:28, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, division, fission, σπέρματος Placit.5.10.1.

German (Pape)

[Seite 595] ὁ, Spaltung, Trennung um oder über einen Körper, Plut.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
séparation, division, partage.
Étymologie: περισχίζω.

Russian (Dvoretsky)

περισχισμός:разделение, раздвоение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περισχισμός: ὁ, ἡ διαίρεσις, διαχωρισμός, Πλούτ. 2. 906Β.

Greek Monolingual

ὁ, Α περισχίζω
διαχωρισμός, διαίρεση.