σκάπτειρα

Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, fem. of σκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21.

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).

Russian (Dvoretsky)

σκάπτειρα: adj. f вскапывающая (δίκελλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σκάπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σκαπτήρ, σ. δίκελλα Ἀνθ. Π. 6. 21.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σκαπτήρ.

Greek Monotonic

σκάπτειρα: ἡ, θηλ. του σκαπτήρ, αυτή που σκάβει, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκάπτειρα, ἡ, [fem. of σκαπτήρ, Anth.]