συννέμησις

Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
relation.
Étymologie: συννέμω.

Russian (Dvoretsky)

συννέμησις: εως ἡ отношение (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
σχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω.