τλάθυμος
English (LSJ)
v. τλήθυμος.
German (Pape)
[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.
Russian (Dvoretsky)
τλάθῡμος: (ᾱ) дор. = τλήθυμος.
Greek (Liddell-Scott)
τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.
English (Slater)
τλᾱθῡμος, -ον persevering ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. τλήθυμος.
Greek Monotonic
τλάθῡμος: -ον, Δωρ. αντί τλήθυμος.