κύνα

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

French (Bailly abrégé)

v. κύων.

Greek Monolingual

κύνα, ἡ (Μ)
σκύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνας, μεταπλ. τ. του κύων, κυνός, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

κύνα: αιτ. του κύων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύνα acc. sing. van κύων.

Russian (Dvoretsky)

κύνα: acc. к κύων.