τραγηματίζω
English (LSJ)
eat τραγήματα, ἐν τοῖς θεάτροις Arist. EN1175b12:—more freq. in Med., Men.518.14, Thphr.Char.11.4, Ath.4.140e, etc.
German (Pape)
[Seite 1132] Arist. eth. 10, 5, u. gew. τραγηματίζομαι, Nachtisch, Naschwerk essen, naschen, Men. bei Ath. IV, 172 b.
French (Bailly abrégé)
manger pour dessert ou comme régal;
Moy. τραγηματίζομαι m. sign.
Étymologie: τράγημα.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγημᾰτίζω: тж. med. есть лакомства, лакомиться Arst., Men.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγημᾰτίζω: τρώγω τραγήματα· ἐν τοῖς θεάτροις Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 4· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τραγηματίζομαι Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 14, Θεοφρ. Χαρ. 12, Ἀθήν. 140Ε, κλπ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
τρᾰγημᾰτίζω: τρώω ζαχαρωτά, σε Αριστ.· ομοίως στο Μέσ. τύπο, τραγηματίζομαι, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
τρᾰγημᾰτίζω, [from τρᾰ́γημα]
to eat sweetmeats, Arist.: so Mid., τραγηματίζομαι, Theophr.