χοιρίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of χοῖρος, Luc.DMeretr.7.3.
German (Pape)
[Seite 1362] ὁ, dim. von χοῖρος, Schweinchen, Luc. D. Meretr. 7.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
χοιρίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ χοῖρος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(υποκορ. τ.) χοιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ. -ισκος (πρβλ. δελφιν-ίσκος)].