Dor. ἀγᾱνόρειος, α, ον, = ἀγήνωρ, A.Pers.1026.
[Seite 13] adj. zu ἀγήνωρ, Aeschyl.
ἀγηνόρειος: Aesch. v.l. = ἀγανόρενος.
ἀγηνόρειος: Δωρ. ἀγᾱνόρ-, α, ον = ἀγήνωρ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1026
ἀγηνόρειος: Δωρ. ἀγᾱνόρ-, -α, -ον = ἀγήνωρ, σε Αισχύλ.