ἀναδάσασθαι
English (LSJ)
aor. inf. of ἀναδατέομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀναδατέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδάσασθαι: Thuc. inf. aor. med. к ἀναδαίω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδάσασθαι: ἀπαρ., ἀόρ. β΄ τοῦ ἀναδατέομαι.
Greek Monotonic
ἀναδάσασθαι: απαρ. αορ. αʹ του ἀναδατέομαι.