ἀμφορείδιον

Revision as of 17:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

(not -ίδιον), τό, Dim. of ἀμφορεύς, Ar.Pax202, al.

Spanish (DGE)

-ου, τό
ánfora pequeña Ar.Pax 202, Ec.1119, Poll.10.30.

German (Pape)

[Seite 146] τό, dim. von ἀμφορεύς, Ar. P. 202 Eccl. 1119.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφορείδιον: τό небольшая амфора Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφορείδιον: (οὐχὶ -ίδιον), τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 202, κτλ.

Greek Monolingual

ἀμφορείδιον, το (Α) ἀμφορεύς
(υποκοριστικό του ἀμφορεύς), μικρός αμφορέας, κανατάκι.