ἀνασεύομαι

Revision as of 17:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Pass., only aor., αἷμα . . ἀνέσσυτο the blood sprang forth, spouted up, Il.11.458.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀνέσσῠτο Il.11.458]
brotar, saltar, surgir, αἷμα Il.l.c., ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων Nonn.D.42.441.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. 3ᵉ sg. ἀνέσσυτο;
jaillir.
Étymologie: ἀνά, σεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασεύομαι: брызгать (αἷμα ἀνέσσῠτο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασεύομαι: (ἴδε σεύω), παθ., εὕρηται δὲ μόνον ἐν τῷ συγκεκομ. ἀορ., αἷμα.. ἀνέσσυτο, τὸ αἷμα ἀνεπήδησεν, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Λ. 458.

Greek Monotonic

ἀνασεύομαι: Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα.. ἀνέσσυτο, το αίμα ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


Pass., only in syncop. aor2, αἷμα ἀνέσσυτο the blood sprang forth, spouted up, Il.