ἀπαραλλαξία
English (LSJ)
ἡ, A indistinguishability, Stoic.2.34 (pl.), cf. Phld. Sign.6,37; ὁμοιότης κατ' -ίαν S.E.M.7.108. II unshakable determination, Stoic.3.73.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
indistinción, semejanza absoluta πάντα πράγματα συγχέουσι ταῖς ἀ. Chrysipp.Stoic.2.34, τοῦ σημείου Phld.Sign.9.11, cf. 6.9, 37.27, ὁμοιότης κατ' ἀπαραλλαξίαν S.E.M.7.108
•entre los crist. en rel. c. las personas de la Trinidad, Acac.Caesar.Fr.Marcell. en Epiph.Const.Haer.72.10 (p.264.32), Thdr.Mops.Io 9.3.
German (Pape)
[Seite 279] ἡ, das Nichtverschieden-, vollkommen gleich sein, Plut. adv. Stoic. 36.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
immutabilité.
Étymologie: ἀπαράλλακτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραλλαξία: ἡ отсутствие различия, полное сходство Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραλλαξία: ἡ, τὸ ἀμετάβλητον, Πλούτ. 2. 1077C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 108.
Greek Monolingual
ἀπαραλλαξία, η (Α)
η ιδιότητα του αμετάβλητου, του αναλλοίωτου.